ἀπρεπεῖς

ἀπρεπεῖς
ἀπρεπής
unseemly
masc/fem acc pl
ἀπρεπής
unseemly
masc/fem nom/voc pl (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • нелѣпо — (4*) нар. 1. Не так, как следует, неподобающим образом: таче же ѿ оц҃а держанье проповѣдающе... а ѥже не подобно и нелѣпо испѹстивше. ѥже ѥсть ѿ сн҃а ѹношьство (ἀπρεπές) ГА XIII–XIV, 225а; играеми елини ѿ бѣсовъ... но ˫ако нелѣпо о б҃зѣ мнѣвше… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • εκστομίζω — και ξεστομίζω βγάζω από το στόμα, προφέρω (κυρίως για ύβρεις ή απρεπείς λόγους) …   Dictionary of Greek

  • πειράζω — ΝΜΑ νεοελλ. 1. ενοχλώ (α. «τόν πειράζουν οι φωνές τών παιδιών» β. «θα σέ πείραζε αν άνοιγα το παράθυρο;») 2. (σχετικά με γυναίκα) παρενοχλώ με απρεπείς φράσεις ή τρόπους («πειράζει τις γυναίκες και τα κορίτσια τής γειτονιάς») 3. απευθύνω… …   Dictionary of Greek

  • χυδαιολόγος — ο, Ν άτομο που μιλάει χυδαία, που χρησιμοποιεί απρεπείς και άσεμνες εκφράσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < χυδαίος + λόγος*. Η λ. μαρτυρείται από το 1818 στον Π. Κοδρικά] …   Dictionary of Greek

  • έκφραση — η 1. εξωτερίκευση, εκδήλωση, διατύπωση: Έκφραση χαράς. 2. η απεικόνιση ψυχικής κατάστασης ή διάθεσης στο πρόσωπο κάποιου: Η έκφραση του προσώπου του έδειχνε άνθρωπο ευγενικό. 3. ο τρόπος που εκφράζεται κανείς, ύφος, στιλ: Γλαφυρή έκφραση. 4.… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εκτραχηλισμός — ο 1. μτφ., αποχαλίνωση, ηθική παρεκτροπή, ξετσίπωμα. 2. στον πληθ., εκτραχηλισμοί αναίσχυντες, απρεπείς πράξεις. 3. μία από τις λαβές του κεφαλιού στην πάλη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”